Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

κελλόν στρεβλόν

См. также в других словарях:

  • κελλόν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «στρεβλόν, πλάγιον». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κελλάς] …   Dictionary of Greek

  • калека — калечить, также каляка (Радищев), укр. калiка калека , сюда же польск. kаlеkа, диал. kalika. Обычно объясняют из тур. перс. kаlаk изуродованный, обезображенный (см. Мi. ЕW 109; ТЕl 2, 106; Доп. 2, 155; Маценауэр 39; Гануш, РF, I, 461; Бернекер 1 …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • κελλάς — κελλάς, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) μονόφθαλμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για το θηλ. τού τ. *κελλός (κελλόν στρεβλόν, πλάγιον, Ησύχ.) τα λλ είτε ερμηνεύονται ως εκφραστικός αναδιπλασιασμός είτε προέρχονται από σύμπλεγμα λν (κελλ <… …   Dictionary of Greek

  • κυλλός — κυλλός, ή, όν (AM) αυτός που έχει παραμορφωμένο το ένα του χέρι αρχ. 1. αυτός που έχει κάποιο ελάττωμα στο ένα ή και στα δύο του πόδια, κυρίως πόδια που λυγίζουν προς τα έξω από αρθρίτιδα 2. γεν. στρεβλός, παραμορφωμένος («κυλλὸν οὖς», Ιπποκρ.) 3 …   Dictionary of Greek

  • (s)kel-4 (extended klā-, klō-) —     (s)kel 4 (extended klā , klō )     English meaning: to bend; crooked     Deutsche Übersetzung: “biegen; anlehnen; krumm (also sittlich: “verkehrt, unrecht”), verkrũmmt”; especially in Körperteilbezeichnungen; “biegsames Gelenk, Ferse, Knie,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»